- λυσσάδι
- λυσσάςraging madfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκατεργάζομαι — Α [κατεργάζομαι] 1. βοηθώ κάποιον στην επιτέλεση έργου, συνεργώ 2. βοηθώ, συντρέχω 3. συνεργώ στην υποδούλωση χώρας 4. φονεύω μαζί με κάποιον («σὺ δὲ τέκνα τρίγονα τεκόμενος,... λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ», Ευρ.) … Dictionary of Greek